ἐξορμή

English (LSJ)

ἡ, going out, expedition, ἐπὶ στρατείαν Pl.Thg.129d.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, = Folgdm 2), ἡ ἐπὶ στρατείαν ἐξ. Plat. Theag. 129 d.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορμή:выступление (в поход), отправление (ἐπὶ στρατείαν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορμή: ἡ ἔξοδος, τῇ ἐπὶ στρατείᾳ ἐξορμῇ Πλατ. Θεαγ. 129D.

Greek Monolingual

ἐξορμή, η (Α)
έξοδος, αναχώρηση.