ἐξόπιν

English (LSJ)

Adv., = ἐξόπιθεν 1 (behind, in rear), A.Ag.115 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 887] dasselbe, ὁ κελαινὸς ὅ τ' ἐξόπιν ἀργίας Aesch. Ag. 114, Schol. ἐξοπίσω.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἐξόπιθε.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόπιν: Aesch. = ἐξόπιθεν I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόπιν: Ἐπ. = τῷ προηγ. Ι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 115: πρβλ. κατόπιν.

Greek Monolingual

ἐξόπιν (Α)
επίρρ. βλ. εξόπισθεν.

Greek Monotonic

ἐξόπιν: επίρρ. = το προηγ. I, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἐξόπῐθεν 1, Aesch.]