ἐξοπίσω

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοπίσω Medium diacritics: ἐξοπίσω Low diacritics: εξοπίσω Capitals: ΕΞΟΠΙΣΩ
Transliteration A: exopísō Transliteration B: exopisō Transliteration C: eksopiso Beta Code: e)copi/sw

English (LSJ)

Adv.,
I of place (as always in Il.), backwards, back again, Il.11.461, 13.436; ἀποπέμπειν ἐξοπίσω Hes.Op.88.
II as preposition with genitive, behind, ἐξοπίσω νεκροῦ χάζεσθαι Il.17.357; ἐξοπίσω χερὸς ὄμμα τρέπουσ' S.Fr.534.
III of time (as always in Od.), hereafter, Od.4.35, al., Hes.Th.500, Tyrt.12.30, Pi.O.7.68, Pae.2.27.

German (Pape)

[Seite 887] rückwärts, zurück; Il. 11, 461. 13, 436; Pind. Ol. 7, 68; ἀποπέμπειν Hes. O. 88; τινός, hinter, Il. 17, 357; – von der Zeit, zukünftig, in der Folge, Od. 4, 35. 13, 114, wie Hes. Th. 500.

French (Bailly abrégé)

1 en arrière : τινος de qqn;
2 dans la suite, plus tard.
Étymologie: ἐξ, ὀπίσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοπίσω:
I adv.
1 назад, обратно, вспять (φυγέειν Hom.: ἀποπέμπειν Hes.; ὄμμα τρέπειν Soph.);
2 после, впоследствии Hom., Hes.
II praep. cum gen. назад от … (ἐ. τινὸς χάζεσθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπίσω: Ἐπιρρ. Ι. τόπου (ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ἰλ.) πρὸς τὰ ὀπίσω, ὀπίσω πάλιν, Ἰλ. Λ. 461, Ν. 436, Σοφ. Ἀποσπ. 479· εξ. ἀποπέμπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 88. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν. ὀπίσω, ἐξοπίσω νεκροῦ χάζεσθαι Ἰλ. Ρ. 357. ΙΙ. χρόνου (ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ.), τοῦ λοιποῦ, Δ. 35 κ. ἀλλ.: οὕτω καὶ παρὰ Τυρτ. 9. 30, Πινδ. Ο. 7. 124.

English (Autenrieth)

backwards, back (from), w. gen., Il. 17.357. (Il.)—Of time, hereafter, in future. (The Greeks stood with their backs to the future.)

English (Slater)

ἐξοπῐσω afterwards μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος i. e. hereafter Πα. 2. 2. ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι i. e. thereafter (O. 7.68)

Greek Monolingual

και ξοπίσω (AM ἐξοπίσω)
1. προς τα πίσω, πίσω πάλι
2. πίσω, στο ίδιο μέρος
3. από το ίδιο μέρος
αρχ.
χρον. στο μέλλον.

Greek Monotonic

ἐξοπίσω: [ῐ], επίρρ.,
I. 1. λέγεται για τόπο, προς τα πίσω, πίσω πάλι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ως πρόθ. με γεν., πίσω από, στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, κατωτέρω, εν συνεχεία, πιο κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐξοπῐ́σω, αδϝ.
I. of place, backwards, back again, Il.
2. as prep. with genitive behind, Il.
II. of time, hereafter, Od.