ἐπίκουρος, τιμωρός, ἀντὶ τοῦ ἀοσσητήρ, Hsch.
ἐοσσητήρ: ῆρος, ὁ, «ἐπίκουρος, τιμωρός, ἀντὶ τοῦ ἀοσσητὴρ» Ἡσύχ.