ἐπέλασις

English (LSJ)

ἐπελάσεως, ἡ, charge, of cavalry, Arr.Tact.16.10 (pl.), al.; ποιεῖσθαι τὰς ἐ. Plu.Tim.27, cf. Jul.Or.2.60b, Agath.1.14, al.; of elephants, Luc. Hist.Conscr.31.

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, das Anrücken gegen den Feind, der Angriff; der Reiterei, Plut. Timol. 27 u. öfter; der Elephanten, Luc. conscr. hist. 31; allgemein, Sp.

French (Bailly abrégé)

ἐπελάσεως (ἡ) :
charge de cavalerie ou d'éléphants.
Étymologie: ἐπελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέλᾰσις: ἐπελάσεως ἡ набег, натиск, атака Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλᾰσις: ἐπελάσεως, ἡ, ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - ὡσαύτως ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46.

Greek Monotonic

ἐπέλᾰσις: ἐπελάσεως, ἡ, επίθεση, έφοδος, επιδρομή, λέγεται για το ιππικό, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπέλᾰσις, ἐπελάσεως
a charge, of cavalry, Plut. [from ἐπελαύνω