ἐπίλαμπρος

English (LSJ)

ἐπίλαμπρον, brilliant, illustrious, Artem.3.61, Sch.Arat.156.

German (Pape)

[Seite 956] glänzend, Artemid. 3, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλαμπρος: -ον, λαμπρός, ἔνδοξος, καὶ οἷς ἐστιν ὁ βίος ἐπίλαμπρος Ἀρτεμίδ. 3. 61.

Greek Monolingual

(I)
ο
ορθόπτερο έντομο της οικογένειας τών βλαττιδών.
(II)
ἐπίλαμπρος, -ον (Α)
λαμπρότατος, ένδοξος.