ἐπίλαμψις
English (LSJ)
-εως, ἡ, shining, of heavenly bodies, Ph.1.24, al.; ἀστραπῶν Id.2.7 (pl.); illumination, Iamb.Myst. 5.26, also cj. for ἔκλ. in Hp.Epid.6.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλαμψις: ἡ, τὸ ἐπιλάμπειν, ἐκλείψεις καὶ ἐπιλάμψεις Φίλων τ. 2. σ. 330. 45 κ. ἀλλ., Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Θ. 557, κλ.
Greek Monolingual
ἐπίλαμψις, ή (AM) επιλάμπω
λάμψη, φωτισμός (κυρίως τών ουράνιων σωμάτων).