επιλάμπω

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ἐπιλάμπω (Α) λάμπω
1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.)
2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω
3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.)
4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» — έλαμπε η περικεφαλαία με το λοφίο επάνω της, Απολλ. Ρόδ.).