ἐπίμυξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἐπιμύζὠ
A sniffing, Choerob.Rh.p.254S.
2. = στεναγμός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 964] ἡ, Murren, Stöhnen wobei, als Zeichen der Trauer, des Unmuths, Hohns, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυξις: -εως, ἡ, (ἐπιμύζω) τὸ ἐπιμύζειν, «στεναγμός» Ἡσύχ., πρβλ. μυγμός.

Greek Monolingual

ἐπίμυξις, ἡ (Α)
στεναγμός, βογγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω «μουρμουρίζω»].