Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
ἐπιμύζω (Α)μουρμουρίζω, στενάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύζω «μουρμουρίζω»].