ἐπίτακτος
English (LSJ)
ἐπίτακτον,
A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P.
2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.).
II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rangé en arrière de manière à former une réserve ; οἱ ἐπίτακτοι THC corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτακτος: отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. ἐπίτακτοι).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.
Greek Monotonic
ἐπίτακτος: -ον (ἐπιτάσσω), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί πίσω, όπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, εφεδρεία στρατού, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπίτακτος, ον ἐπιτάσσω
drawn up behind, οἱ ἐπίτακτοι the reserve of an army, Thuc.
Lexicon Thucydideum
subsidia, supports, reserves, 6.67.1, [vulgo commonly ἐπιτακτῶν]