ἐπανέλκω

English (LSJ)

draw up on shore, τὴν ναῦν Arr. An.2.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανέλκω: ὑπεξάγω τι, ἕλκω ἔξω, τὴν ναῦν Ἀρρ. Ἀν. 2. 19, 3.

Greek Monolingual

ἐπανέλκω (Α)
ανέλκω, τραβώ έξω, στην ξηρά («ἐπανελκύσαντες τὴν ναῡν», Αρρ.).