ὑπεξάγω

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξάγω Medium diacritics: ὑπεξάγω Low diacritics: υπεξάγω Capitals: ΥΠΕΞΑΓΩ
Transliteration A: hypexágō Transliteration B: hypexagō Transliteration C: ypeksago Beta Code: u(peca/gw

English (LSJ)

[ᾰ],
A carry out from under or secretly, esp. out of danger into safety, ἀλλά σε δαίμων οἴκαδ' ὑπεξαγάγοι Od.18.147; ὑπὲκ θανάτου ἀγάγωμεν Il.20.300:—Med., παῖδας καὶ γυναῖκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς Hdt.8.40; cf. ὑπεκτίθεμαι 1.
2 in Medic. sense, carry off, κάτω ὑ. Hp.Loc.Hom.30, cf. Aret.CA2.6; ὑ. κοιλίαν relax the bowels, Plu.2.635b; τὰ σκύβαλα Artem.1.67.
b extract, τὸ ἔμβρυον Hp.Foet.Exsect.1.
II ὑ. πόδα E.Hec.812; ὑ. ἐμαυτόν Luc.Nigr.18.
2 intr., withdraw, retire slowly, Hdt.4.120, X.Cyr.3.3.60.
b of air, sound, and the like, escape, Arist.Pr. 883a5, Aud.804a19.
III behave, εὐνοϊκῶς καὶ φιλοδόξως πρὸς πάντας τοὺς πολίτας BMus.Inscr.925b14 (Branchidae, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1187] (s. ἄγω), heimlich darunter hinaus- od. hinwegführen, bes. aus einer Gefahr in Sicherheit bringen, retten; ἀλλά σε δαίμων οἴκαδ' ὑπεξαγάγοι Od. 18, 147, vgl. Il. 20, 300; Her. 8, 40; ποι μ' ὑπεξάγεις πόδα Eur. Hec. 812; ὑπεξαγαγὼν ἐμαυτὸν ἐκ βελέων Luc. Nigr. 18; ἑαυτόν, sc. βίου, Suid.; med., Her. 8, 40. – Intrans., sich heimlich davonmachen, sich allmälig zurückziehen; Her. 4, 120; Xen. Cyr. 3, 3, 60.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 emmener secrètement hors de, transporter secrètement, acc.;
2 faire sortir : ἑαυτὸν ἐκ βελέων LUC se retirer loin des traits;
3 faire évacuer par le bas;
II. intr. se retirer doucement ou secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἐξάγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξάγω:
1 выводить (из опасности), уводить (τινὰ οἴκαδε Hom.): ὑπεξάγεσθαι παῖδάς τε καὶ γυναῖκας ἐκ τῆς Ἀττικῆς Her. поместить в безопасности своих детей и жен, (вывезенных) из Аттики; ὑ. ἑαυτὸν ἐκ κυδοιμοῦ Luc. уйти из боевой свалки; ποῖ μ᾽ ὑπεξάγεις πόδα; Eur. куда уходишь ты от меня?;
2 опорожнять (τὴν κοιλίαν Plut.);
3 тайком или медленно отступать: ὑ. πρὸς τὸ ἑαυτῶν πλῆθος Xen. отступать к своим главным силам: ὑ. καὶ μάχεσθαι Plut. отходить с боем;
4 (о воздухе и т. п.) медленно выходить или рассеиваться Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξάγω: [ᾰ], ἐξάγω κρυφίως, μάλιστα ἐκ κινδύνου εἰς ἀσφάλειαν, ἀλλά σε δαίμων οἴκαδ’ ὑπεξαγάγοι Ὀδ. Σ. 147. ὑπὲκ θανάτου ἀγάγωμεν Ἰλ. Υ. 300 παῖδας καὶ γυναῖκας ὑπ. ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 8. 40. ἴδε ἐν λέξ. ὑπεκτίθημι. 2) ἐπὶ μέσης σημασίας, ἐξάγω κάτωθεν, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6. ὑπεξ. κοιλίαν, προξενῶ κένωσιν τῆς κοιλίας, Πλούτ. 2, 635Β. ΙΙ. ὑπ. πόδα Εὐρ. Ἑκ 812. ὑπ. ἑαυτὸν Λουκ. Νιγρ. 18. 2) ἀμεταβ., ἀποσύρομαι βαθμηδόν, κατ’ ὀλίγον ἢ βραδέως ἀποχωρῶ, Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 60. ἐν Θουκ. 5, 71, ἴσως ἔδει νὰ διορθωθῇ ὑπέξαγε ἀντὶ τοῦ φερομένου ἐπέξαγε. β) ἐπὶ ἀέρος καὶ τῶν ὁμοίων, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστ. Προβλ. 5. 21, πρβλ. περὶ Ἀκουστ. 64.

English (Autenrieth)

aor. 2 opt. ὑπεξαγάγοι: bring safely forth, rescue, bring safe home, Od. 18.147†.

Greek Monolingual

ὑπεξάγω ΝΜΑ ἐξάγω
εξάγω κρυφά, λαθραία («ἵνα... παῖδας καὶ γυναίκας ὑπεξαγάγωνται ἐκ τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εξάγω από κάτω
2. αποσπώ
3. (αμτβ.) α) αποχωρώ σταδιακά («ἠμέρης καὶ τούτους ὁδῷ προέχοντας τῶν Περσέων ὑπεξάγειν», Ηρόδ.)
β) διαφεύγω
γ) συμπεριφέρομαι
4. φρ. «ὑπεξάγω κοιλίαν» — προξενώ κένωση της κοιλιάς (Πλουτ.).

Greek Monotonic

ὑπεξάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, αόρ. βʹ ὑπεξήγᾰγον·
I. μεταφέρω κρυφά, ιδίως, ξεφεύγω από κίνδυνο, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. ὑπεξάγω πόδα, αποσύρομαι σταδιακά, αποχωρώ, υποχωρώ αργά, σε Ευρ.· και ομοίως, χωρίς το πόδα, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξω aor2 ὑπεξήγᾰγον
I. to carry out from under, esp. out of danger, Hom., Hdt.
II. ὑπ. πόδα to withdraw gradually, retire slowly, Eur.; and so, without πόδα, Hdt., Xen.