ἐπανθρακίζω

English (LSJ)

A broil on the coals, Cratin.143 (cod. A Ath.).
II blacken with charcoal, ὦπας AP11.66 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανθρακίζω: ὀπτῶ ἐπ᾿ ἀνθρακιᾶς, «ψήνω ἐπάνω εἰς τὰ κάρβουνα», φρύξας ἑψήσας κἀπανθρακίσας ὀπτήσας Κρατῖνος παρ᾿ Ἀθηναίῳ 385C. ἔκδ. Meineke, ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς ἐκδότης ἐν Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. ἐξέδωκε: κἀπ᾿ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5.

Greek Monolingual

ἐπανθρακίζω (Α)
1. ψήνω πάνω στα κάρβουνα
2. μαυρίζω με κάρβουνο.