ἐπαρτύνω

English (LSJ)

v. ἐπαρτύω.

German (Pape)

[Seite 905] zubereiten, ὄλεθρόν τινι ἐπαρτυνέουσι Opp. C. 2, 443. – Med. für sich bereiten, δεῖπνον H. h. Cer. 128.

Greek Monolingual

ἐπαρτύνω (Α)
1. επαρτίζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. μέσ. επαρτύνομαι παρασκευάζω για τον εαυτό μου.