Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → He whom the gods love dies young
ἐπαρτίζω (Α)1. ετοιμάζω, παρασκευάζω2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].