ετοιμάζω
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
Greek Monolingual
(ΑΜ ἑτοιμάζω) έτοιμος
1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ'», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ετοιμάζομαι
α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος
i. «ετοιμάζομαι για τις εξετάσεις»
ii. (με τη σημ. του ενεργ.) κάνω κάτι ή κάποιον έτοιμο («ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους», Ομ. Ιλ.)]
3. παθ. ετοιμάζομαι από άλλον, γίνομαι έτοιμος από κάποιον («ἑτοιμασθήσεται ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος σου», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
1. καταρτίζω κάποιον, τον δασκαλεύω («τον ετοίμασα για να αντιμετωπίζει τη ζωή»)
2. σχεδιάζω, έχω προγραμματίσει κάτι («τί ετοιμάζεις;»)
μσν.
(για τόπο ή χρόνο) προκαθορίζω
αρχ.
1. (για σπίτια) συγυρίζω, ευτρεπίζω («καὶ δῶμ' ἑτοίμαζ' ὡς συνοικήσουσά μοι», Ευρ.)
2. (για πλοία) εξοπλίζω, αρματώνω
3. κάνω κάτι στέρεο, ασφαλίζω («ὡς νῦν ἡτοίμασε κύριος τὴν βασιλείαν σου ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ).