ἐπεάν

English (LSJ)

v. ἐπεί A.11. ἐπέβρᾰχε, v. ἐπιβραχεῖν.

German (Pape)

[Seite 908] ion. ἐπάν, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ion. réc. c. ἐπάν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεάν: позднеион. = ἐπάν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεάν: ἤτοι ἐπεὶ ἄν, Ἰων. ἀντὶ ἐπήν, ἴδε ἐπεὶ Α. ΙΙ.

Greek Monotonic

ἐπεάν: δηλ. ἐπεί ἄν, Ιων. αντί ἐπήν.