ἐπήν

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήν Medium diacritics: ἐπήν Low diacritics: επήν Capitals: ΕΠΗΝ
Transliteration A: epḗn Transliteration B: epēn Transliteration C: epin Beta Code: e)ph/n

English (LSJ)

v. ἐπεί.

German (Pape)

[Seite 920] ep. u. ion. = ἐπάν, w. m. s.; auch Thuc. 5, 47 u. 8, 58, beidemal in Dokumenten; Ar. Av. 1355 Lys. 1175; Xen. Cyr. 5, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἐπάν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήν: эп.-ион. = ἐπάν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήν: ἐκ τοῦ ἐπεὶ καὶ ἄν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις μέχρι Ξεν., ὅτε κατὰ πρῶτον ἀναφαίνεται τὸ ἐπάν, ἐνῷ ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. ὁ ἐπικρατὼν τύπος εἶναι τὸ ἐπεάν:- Σύνδεσμος χρονικός, ὁπόταν, ὅταν: 1) μεθ’ ὑποτακτ., α) πρὸς δήλωσιν ὑποτιθεμένης περιστάσεως, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν Ἰλ. Δ. 239, κτλ. β) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναλαμβανομένης ἐν τῷ μέλλοντι, ἄμητος δ’ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεὺς Ἰλ. Τ. 223, Ὀδ. Λ. 192, Ἡρόδ. κλ. 2) μετ’ εὐκτ., α) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναληφθείσης ἐν τῷ παρελθόντι, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, Δ. 222, κτλ. β) ὅπως ἐκφέρῃ λέξεις ἢ σκέψεις ἑτέρας, Ἰλ. Τ. 208, Ω. 227. 3) μεθ’ ὁριστ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Σχολ. εἰς Λουκ. Περεγρ. 9.

English (Autenrieth)

when, after. See ἐπεί, also ἄν, κέν.

Greek Monolingual

ἐπήν (Α)
(σύνδ.) βλ. επάν.

Greek Monotonic

ἐπήν: σύνδ. = ἐπεί ἄν, βλ. ἐπεί Α. II.

Middle Liddell

[v. ἐπεί A. II.]
Conj. = ἐπεὶ ἄν

English (Woodhouse)

after that

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)