ἐπεγρόμην

English (LSJ)

part. ἐπεγρόμενος, Ep. aor. Pass. of ἐπεγείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγρόμην: μετοχ. ἐπεγρόμενος, Ἐπικ. ἀόρ. παθ. τοῦ ἐπεγείρω.