οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
part. sync. ao.2 Pass. de ἐπεγείρω.
ἐπεγρόμενος: Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἐπεγείρω.
ἐπεγρόμενος: эп. sync. part. aor. 2 med. к ἐπεγείρω.