ἐπεκέκλετο
English (LSJ)
v. ἐπικέλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἐπικέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκέκλετο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к ἐπικέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκέκλετο: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπικέλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐπικέλομαι.
Greek Monotonic
ἐπεκέκλετο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του ἐπικέλομαι.