ἐπεμβάς

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμβάς: -άδος, ἡ, ὕψος, ὕψωμα, ὀρέων Παύλ. Σιλεντιαρ. Ἔκφρ. Ἁγίας Σοφ. 175 (308). ΙΙ. αὔξησις, ζῳοφόρου Λυκάβαντος ἐπεμβάδα αὐτόθι 518 (935).

English (Woodhouse)

(see also: ἐπεμβαίνω) mounted on