ἐπητανός

English (LSJ)

v. ἐπηετανός.

German (Pape)

[Seite 921] f.l. für ἐπηετανός, Max.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπητᾰνός: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπηετανός.