ἐπηετανός
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἐπηετανόν, also ή, όν (v. infr.), abundant, ample, sufficient (Hom. only in Od.); παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι 4.89; πρασιαὶ.. ἐπηετανὸν γανόωσαι (as adverb) 7.128; σῖτον.. ἐ. παρέχοιμι 18.360; πλυνοὶ ἐ. troughs always full, 6.86, cf. 13.247; ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός 8.233; ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον for they had great store, 7.99, cf. 10.427; ἐ. βίος Hes.Op.31, Pi.N.6.10; ἐπηεταναὶ τρίχες thick, full fleeces, Hes.Op.517; [Ἀμαζόνες] ἐπηετανὸν κομέουσαι A.R.2.1176; ἐπηεταναὶ πλατάνιστοι Theoc.25.20, cf. Orph. Fr.280. [In h.Merc.113, Hes.Op.607, quadrisyll.]
German (Pape)
[Seite 920] Hes. O. 515 auch 3. End., ἐπηεταναὶ τρίχες, πλατάνιστοι ἐπηεταναί Theocr. 25, 20; das ganze Jahr (ἔτος) dauernd; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι, wie πλυνοί, ἀρδμοί, Od. 6, 86. 13, 247, u. σῖτος, 18, 360; βίος ἐπηετανός Hes. O. 31, wo es in die Bdtg des Ausreichenden, Reichlichen übergeht, vgl. 605 u. Od. 10, 427, wie Pind. N. 6, 10; κομιδή Od. 8, 233. – Adv. ἐπηετανόν, das ganze Jahr hindurch, Od. 7, 128; übh. reichlich, 7, 99; κομέειν Ap. Rh. 2, 1178. Vgl. ἐπέτειος u. ἐπετήσιος [Hes. O. 605 u. H. h. Merc. 113 per synizesin 4sylbig].
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
1 qui dure toujours ; neutre adv. • ἐπηετανόν toujours;
2 intarissable, abondant.
Étymologie: ἐπί, ἀεί, -τανος = lat. -tinus, cf. diutinus.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηετᾰνός: и 3 ἀεί или ἔτος
1 постоянный, непрерывный (κομιδὴ κατὰ νῆα Hom.);
2 обильный (γάλα, σῖτος Hom.; βίος Hes., Pind.);
3 густой (τρίχες Hes.);
4 (всегда), полный (πλυνοί Hom.);
5 густолиственный (πλατάνιστοι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηετᾰνός: -όν, ὡσαύτως ή, όν, ἴδε κατωτ.·- ἄφθονος, ἐπαρκής, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ.· παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι Δ. 89· πρασιαὶ… ἐπηετανὸν γανόωσαι, (ὡς ἐπίρρ.) διαρκῶς θάλλουσαι, Η. 128· ἔνθα κ’ ἐγὼ σῖτον… ἐπ. παρέχοιμι, ἄφθονον, Σ. 360· πλυνοὶ ἐπηετανοί, «πολλοί, συνεχεῖς, ὁλοχρόνιοι», (Σχόλ.) Ζ. 86, πρβλ. Ν. 247· ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός, «δαψιλής, αὐτάρκης» (Σχόλ.). Θ. 233, πρβλ. Κ. 427, κτλ.· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον, διότι εἶχον τὰ πάντα ἐν ἀφθονίᾳ διαρκῶς, Η. 99· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176·- ὡσαύτως, ἐπηεταναὶ τρίχες, «αἱ δασεῖαι καὶ οὐ διαλείπουσαι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· πλατάνιστοι ἐπηεταναὶ Θεόκρ. 25. 20. (Ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ ἔτος, ὡς εἰ ἡ πρώτη ἔννοια ἦ ο: ἀρκετὸς δι’ ὅλον τὸ ἔτος, δὲν ἁρμόζει εἰς ὅλα τὰ μνημονευθέντα χωρία, οὔτε ἀναγκαίως ἀπαιτεῖται ἔν τινι αὐτῶν. Ὁ Κούρτ. φρονεῖ ὅτι ἡ ῥίζα ὑπάρχει ἐν τοῖς αἰϝές, αἰϝών, aev-um, οἷς προσετέθη ἡ κατάληξις -τανος, ὡς ἐν τῷ diu-tinus, κτλ.). Ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 113 καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 605, τετρασύλλαβον ὡς εἰ ἦν ἐπητ-.
English (Autenrieth)
(αἰεί): lasting forever, perennial; ἀρδμοί, πλυνοί, ν 2, Od. 6.86; hence ‘plentiful,’ ‘abundant,’ σῖτος, γάλα, κομιδή, Od. 18.360, δ, Od. 8.233. —Neut. as adv., ἐπηετανόν, always, ‘abundantly,’ Od. 7.128, Od. 10.427.
English (Slater)
ἐπηετᾰνός yearly (ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (N. 6.10)
Greek Monolingual
ἐπηετανός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο
2. πλούσιος, αρκετός («σῖτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.)
3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν
άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί)-ετ-ανός, όπου το -ετ- πιθ. < (F)έτ-ος «έτος, χρόνος», ενώ το -η- προήλθε αναλογικά όπως στο επήβολος. Το επίθημα -αν-ός όπως στο σητ-άν-ιος «φετεινός»].
Greek Monotonic
ἐπηετᾰνός: -όν, επίσης, -ή, -όν, πλούσιος, άφθονος, επαρκής, σε Ομήρ. Οδ.· πλυνοὶ ἐπ., κανάλια, τάφροι, γούρνες διαρκώς γεμάτες, στο ίδ.· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον, γιατί είχαν τα πάντα σε αφθονία, στο ίδ.· ἐπηεταναὶ τρίχες, πυκνές, γεμάτες τρίχες, σε Ησίοδ.· ἐπηετανοὶ πλατάνιστοι, σε Θεόκρ.· ουδ. ως επίρρ., άφθονα, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.· η προέλ. από το ἔτος, αυτός που είναι επαρκής καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, δεν ταιριάζει σε όλα τα χωρία).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: prob. sufficient, rich, everlasting (Od.).
Other forms: (ἐπητανός h. Merc. 113, Hes. Op. 607)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1175] *u̯et-os year
Etymology: Prop. lasting the whole year (like ἐπ-έτ-ειος, ἐπ-ετ-ήσιος) with -η- as in ἐπήβολος (s. v.) a. o. and suffixal -ανος as in σητάνιος (s. v.). To suppose haplology *-Ϝετι-τανος or *-Ϝετο-τανος (like diūtinus a. o.; Brugmann Sächs. Ber. 1901, 101, 105; Grundr. 22: 1, 285; Schulze Kl. Schr. 74 n. 1) is unnecessary. - Acc. to Benveniste Origines 45 old stem-change with ἔταλον, s. v.
Middle Liddell
ἐπηετᾰνός, όν also ή, όν [deriv. uncertain]: that from ἔτος, sufficient the whole year through, will not suit all passages and is not necessary in any.]
abundant, ample, sufficient, Od.; πλυνοὶ ἐπ. troughs always full, Od.; ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον for they had great store, Od.; ἐπηεταναὶ τρίχες thick, full fleeces, Hes.; ἐπηεταναὶ πλατάνιστοι Theocr.: —neut. as adv. abundantly, Od.
Frisk Etymology German
ἐπηετανός: (ἐπητανός h. Merc. 113, Hes. Op. 607) ep.
{epēetanós}
Meaning: Adj. unbestimmbarer Bedeutung, etwa ausreichend, reichlich, immerwährend (seit Od.).
Etymology: Wohl eig. das ganze Jahr dauernd (wie ἐπέτειος, ἐπετήσιος) mit -η- wie in ἐπήβολος (s. d.) u. a. und suffixalem -ανος wie in σητάνιος (s. d.). Die Annahme einer Haplologie *-ϝετιτανος oder *-ϝετοτανος (wie diūtinus u. a.; Brugmann Sächs. Ber. 1901, 101, 105; Grundr. 22: 1, 285; Schulze Kl. Schr. 74 A. 1) erübrigt sich. — Nach Benveniste Origines 45 alter Stammwechsel mit ἔταλον, s. d. Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 77, 563f. (zu αἰών).
Page 1,534