ἐπιβλαβής
English (LSJ)
ἐπιβλαβές, hurtful, Aret.CD1.2; τῇ ψυχῇ Hierocl.in CA13p.448M.; τὸ ἐ. Procl.Par.Ptol.166. Adv. ἐπιβλαβῶς Poll.5.135.
German (Pape)
[Seite 929] ές, schädlich, Schol. Il. 5, 880 u. Sp. – Adv., Poll. 5, 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλᾰβής: -ές, (βλάβη) ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν βλάβην, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.- Ἐπίρρ. -βῶς, Πολυδ. Ε', 135.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιβλαβής, -ές)
βλαβερός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβλαβές
βλαπτική ιδιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βλαβής (< βλάβη)].