ἐπιγδουπέω

English (LSJ)

Ep. for ἐπιδουπέω, shout at applause or shout in applause, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Αθηναίη τε καὶ Ἥρη Il.11.45: abs., sound aloud, AP9.662 (Agath.): c.acc. cogn., καναχὴν ἐ. Nonn. D. 1.243.

German (Pape)

[Seite 931] p. = ἐπιδουπέω, Il. 11, 45, in tmesi; Agath. 52 (IX, 662); καναχήν Nonn. 1, 243.

French (Bailly abrégé)

ἐπιγδουπῶ :
épq. et poét. c. ἐπιδουπέω.
Étymologie: ἐπί, γδουπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγδουπέω: Hom. - in tmesi, Anth. = ἐπιδουπέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγδουπέω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐπιδουπέω, ἐπικροτῶ, ἐπιδοκιμάζω (πρβλ. ἐπευφημέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἀθηναίῃ τε καὶ Ἥρη Ἰλ. Λ. 45· ἀπολ., ἠχῶ μεγάλως, κροτῶ, Ἀνθ. Π. 9. 662· μετὰ συστοίχου αἰτ., καναχὴν ἐπ. Νόνν. Δ. 1. 243.

Greek Monotonic

ἐπιγδουπέω: Επικ. αντί ἐπι-δουπέω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic for ἐπι-δουπέω
to shout in applause, Il.