ἐπιδιορίζω

English (LSJ)

define or determine further, Arist.Cael.303a13, Gal.7.706, al.

German (Pape)

[Seite 938] hinterher abgränzen, Galen.

Greek Monolingual

(AM ἐπιδιορίζω)
καθορίζω κάτι μετά από κάτι άλλο ή επί πλέον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιορίζω: определять Arst.