ἐπιδρομάδην
English (LSJ)
Adv., = ἐπιτροχάδην, Orph.A.561, H.21.5; rapidly, Nic.Th.481; cursorily, ἱστορῆσαι Str.2.1.6.
German (Pape)
[Seite 939] laufend, eilig, στίβον ἕρπει Nic. Th. 481; ἀγορεύειν Orph. Arg. 559. Vgl. ἐπιτροχάδην.
Greek Monolingual
ἐπιδρομάδην (Α)
επίρρ.
1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα
2. βιαστικά, απρόσεχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-άδην (< δρόμος)].