ἐπιτροχάδην

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροχάδην Medium diacritics: ἐπιτροχάδην Low diacritics: επιτροχάδην Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: epitrochádēn Transliteration B: epitrochadēn Transliteration C: epitrochadin Beta Code: e)pitroxa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.
A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26.
II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροχάδην: (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.

English (Autenrieth)

glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.

Greek Monolingual

(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιτροχάδην: [ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα, εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.