ἐπιθανής
English (LSJ)
ές, = ἐπιθάνατος, Ael. Fr. 102.
German (Pape)
[Seite 942] ές, = Vorigem 1), Suid.
Greek Monolingual
ἐπιθανής, -ές (Α)
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θανής (< θ. θαν πρβλ. θανείν)].
ές, = ἐπιθάνατος, Ael. Fr. 102.
[Seite 942] ές, = Vorigem 1), Suid.
ἐπιθανής, -ές (Α)
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θανής (< θ. θαν πρβλ. θανείν)].