ἐπιθρύπτω
English (LSJ)
enfeeble, enervate, Philostr.V A1.37:—Pass., practise affectations, Aristaenet.1.28; ἐπιτεθρυμμένος effeminate, Plu.Dio 17.
German (Pape)
[Seite 943] verweichlichen, Plut. Dio 17 im pass., wie Aristaen. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιθρύπτω (Α)
1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι
2. μέσ. ἐκθρύπτομαι
εκθηλύνομαι
3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα
3. σπάζω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθρύπτω: изнеживать, ослаблять (ἐν τῇ διαίτῃ ἐπιτεθρυμμένος Plut.).