ἐπικατακλίνω

English (LSJ)

[κλῑ],
A make bend down upon, τί τινι EM431.4, Sch. Il.2.148.
II. introduce as a concubine, J.AJ1.10.4.

German (Pape)

[Seite 946] darauf niederlegen, τί τινι, Schol. Il. 2, 148.

Greek Monolingual

ἐπικατακλίνω (Α)
1. κάνω κάτι να γύρει πάνω σε κάτι άλλο
2. παρουσιάζω, συστήνω κάποιαν ως εταίρα.