ἐπικινδυνεύομαι

French (Bailly abrégé)

être exposé à un danger, être aventuré.
Étymologie: ἐπί, κινδυνεύω.

Greek Monotonic

ἐπικινδῡνεύομαι: Παθ., βρίσκομαι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικινδῡνεύομαι: подвергаться опасности: ἐπικινδυνεύεται τῷ δανείσαντι τὰ χρήματα Dem. деньгами рискует заимодавец.

Middle Liddell

Pass. to be risked, Dem.