ἐπιπίστωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, further πίστωσις, in Rhet., Theod.Byz. ap. Pl.Phdr.266e, cf. Herm.in Phdr.p.191A.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, Nebenbeglaubigung, die zur πίστωσις noch hinzukommt, rhetorischer Kunstausdruck des Theodorus von Byzanz, Plat. Phaedr. 266 e.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπίστωσις: εως ἡ дополнительное доказательство, подтверждение (πίστωσις καὶ ἐ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίστωσις: -εως, ἡ, (πιστόω) ἐπιβεβαίωσις τῆς πιστώσεως, ἐν τῇ Ρητορ., πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε.

Greek Monolingual

ἐπιπίστωσις, ἡ (Α)
δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση της πιστώσεως.