ἐπιπολιόομαι

English (LSJ)

begin to grow grey, τρίχες ἐ. Arist.GA785a18.

German (Pape)

[Seite 972] anfangen grau zu werden, von den Haaren, Arist. gen. an. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολιόομαι: Παθ., ἀρχίζω νὰ γίνωμαι πολιός, ἐπιπολιοῦνται αἱ τρίχες αὐταὶ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5. 3.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολιόομαι: становиться седым, седеть (τρίχες ἐπιπολιοῦνται Arst.).