ἐπιπωματίζω

English (LSJ)

cover as with a lid, close up, Arist.Cael.294b15, Thphr. Ign.59:—Pass., ib.49; τὸ πῦρ -όμενον σβέννυται Alex.Aphr. Pr.1.16; [ἐγχέλεις] ὑπὸ τοῦ θολοῦ τοὺς πόρους -ίζονται Arist.Fr.311; of the epiglottis, Gal.14.716.

German (Pape)

[Seite 974] dasselbe, Theophr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπωμᾰτίζω: прикрывать, закрывать, тж. запирать (τὸν ἀέρα τὸν κάτωθεν Arst.); pass. запираться, закрываться (ὑπὸ τοῦ θολοῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπωματίζω: ἐπιπωμάζω, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13, 16, Θεόφρ. π. Πυρὸς 49, 59. ― Παθ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 294.

Greek Monolingual

(AM ἐπιπωματίζω) πωματίζω
σκεπάζω, βουλλώνω, στουπώνω.