ἐπισκεπτικός

English (LSJ)

ἐπισκεπτική, ἐπισκεπτικόν, fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv. ἐπισκεπτικῶς Ptol.Tetr.171.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκεπτικός: исследовательский, исследующий (μέθοδος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.

Greek Monolingual

ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.