ἐπισκώπτης

English (LSJ)

ἐπισκώπτου, ὁ, mocker, v.l. for ἐπικόπτης (q.v.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, der Spötter, Timon. bei Sext. Emp. Pyrrh. 1, 224, vgl. ἐπικόπτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκώπτης: ου ὁ насмешник Timon ap. Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκώπτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπισκώπτων, ὁ ἐμπαίζων· ἴδε ἐπικόπτης.

Greek Monolingual

ἐπισκώπτης, ὁ (Α) επισκώπτω
αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει.