ἐπισπονδή

English (LSJ)

ἡ, in plural, treaty made after another, Th.5.32.

German (Pape)

[Seite 981] ἡ, späteres Bündniß, plur., Thuc. 5, 32.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
traité ou trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.
Étymologie: ἐπισπένδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπονδή:новое или дополнительное перемирие (αἱ δεχέμεροι ἐπισπονδαί Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπονδή: ἡ, ἀνανεωθεῖσα ἀνακωχή, ἢ ἣν δύναταί τις νὰ ἀνανεώσῃ. Θουκ. 5. 32, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

ἐπισπονδή (Α) επισπένδω
ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.

Greek Monotonic

ἐπισπονδή: ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπισπονδή, ἡ, ἐπισπένδω
a renewed or renewable truce, Thuc.

Lexicon Thucydideum

foedus post alterum factum, treaty made after another, 5.32.5.