επισπένδω

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source

Greek Monolingual

ἐπισπένδω (Α) σπένδω
1. αδειάζω το υγρό που προορίζεται για σπονδή («τοιαῖσδ’ ἐπ’ εύχαῖς τάσδ’ ἐπισπένδω χοάς», Αισχύλ.)
2. υπόσχομαι, δίνω εγγύηση
3. μέσ. ἐπισπένδομαι
κάνω νέα συνθήκη («ἐπισπένδεσθαι νομίσαντες αὐτούς ἄνευ Ἀθηναίων», Θουκ.).