ἀνακωχή
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ἀνακωχεύω, v. ἀνοκωχή:—also ἀνακωχάζω, bring to a stop, ναῦν Dam.Isid.272.
Spanish (DGE)
v. ἀνοκωχή: acción de mantener en suspenso, cese, detención, tregua.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ (nach alten Gramm. ἀνοκωχή, richtiger gebildete Form von ἔχω, für das nach Moeris hellenistische ἀνοχή, B. A. 406, die sich auch in einigen mss. findet), Hemmung, Waffenstillstand, Thuc. 1, 66, δι' ἀνακωχῆς γενέσθαι τινί, mit einem Waffenstillstand gemacht haben, neben ἔνσπονδον εἶναι, 1, 40 u. öfter. Der Unterschied, den Ammon. macht, ἀνακωχὴ ἡ ἐπὶ τῶν νεῶν ἀναχώρησις, ἀνοκωχὴ ἀνοχὴ μικρὰ πολέμου, läßt sich wenigstens nicht nachweisen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 suspension d'armes, trêve, armistice;
2 en gén. période de calme, répit : ἀνακωχὴ κακῶν = trêve à des maux.
Étymologie: ἀνά, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακωχή: атт. ἀνοκωχή ἡ ἔχω
1 остановка, прекращение, передышка (κακῶν Thuc.);
2 прекращение военных действий, перемирие (τινι πρός τινα Thuc.): δι᾽ ἀνακωχῆς γενέσθαι τινί Thuc. иметь соглашение с кем-л. о перемирии;
3 задержка, замедление: ἀνακωχῆς ἕνεκα τῶν Ἑλληνικῶν Thuc. для того, чтобы задержать греческие войска.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακωχή: ἀνακωχεύω, ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.
Greek Monolingual
η (Α ἀνακωχή)
νεοελλ.
1. προσωρινή διακοπή τών εχθροπραξιών μεταξύ εμπολέμων, εκεχειρία
2. (για ιστιοφόρα) σταμάτημα ή μείωση της ταχύτητας με κατάλληλο χειρισμό τών ιστίων
μσν.
ανακούφιση
αρχ.
βλ. ἀνοκωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί του ἀνοκωχή.
ΠΑΡ. ἀνακωχεύω].
Greek Monotonic
ἀνακωχή: ἀνακωχεύω, βλ. ἀνοκωχή.
Frisk Etymological English
See also: ἀνοκωχή
Frisk Etymology German
ἀνακωχή: {anakōkhḗ}
See also: s. ἀνοκωχή.
Page 1,102
Mantoulidis Etymological
(=παύση, ἀνάπαυλα, πρόσκαιρη κατάπαυση τοῦ πολέμου). Τό σωστό εἶναι ἀνοκωχή πού σχηματίστηκε ἀπό ἀναδιπλασιασμό τοῦ ἀνοχή τοῦ ἀνέχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Lexicon Thucydideum
indutiae, truce, armistice, 1.40.4, 1.66.1, 3.4.4, 4.38.1, 5.25.3, 5.26.3, 5.32.7,
laxamentum, relief, 4.117.1,
retardatio, delay, hindrance, 8.87.4.
Translations
truce
Afrikaans: wapenstilstand; Arabic: هُدْنَة; Armenian: զինադադար; Belarusian: перамі́р'е; Bulgarian: примирие; Catalan: treva; Chinese Mandarin: 停戰/停战, 休戰/休战; Czech: příměří, klid zbraní; Danish: våbenhvile; Dutch: wapenstilstand, staakt-het-vuren; Estonian: vaherahu, relvarahu; Finnish: aselepo; French: trêve, cessez-le-feu; Galician: tregoa; Georgian: დროებითი ზავი, ზავი; German: Waffenstillstand, Waffenruhe; Greek: ανακωχή, εκεχειρία; Ancient Greek: ἀλῃσίαι, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ἀνοχή, διαλλαγή, ἐκεχειρία, σπονδαί, σπονδή; Hebrew: הַפְסָקַת אֵשׁ; Hindi: युद्धविराम, अवहार, जंगबंदी; Hungarian: fegyverszünet, fegyvernyugvás sg; Indonesian: gencatan senjata; Italian: tregua; Japanese: 停戦, 休戦; Korean: 정전(停戰), 휴전(休戰); Latin: indutiae, treuga; Macedonian: примирје; Maori: rangaawatea; Norwegian Bokmål: våpenhvile, våpenstillstand; Nynorsk: våpenkvild, våpenkvile, våpenstillstand; Piedmontese: treva; Polish: rozejm, zawieszenie broni; Portuguese: trégua, cessar-fogo; Romanian: armistițiu; Russian: перемирие, затишье; Serbo-Croatian Cyrillic: примӣрје; Roman: prímīrje; Slovak: prímerie; Slovene: premirje; Spanish: tregua; Swedish: vapenvila; Tamil: சமாதானம்; Ukrainian: перемир'я; Vietnamese: đình chiến, hưu chiến; Welsh: cydymbaid