ἐπιστράτευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ἐπιστρατεία (march, expedition against), Hdt. 3.4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.

German (Pape)

der Feldzug gegen Jemand, Her. 3.4.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστράτευσις: εως ἡ Her. = ἐπιστρατεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 3. 4.

Greek Monotonic

ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = το προηγ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπιστράτευσις, εως = ἐπιστρᾰτεία, Hdt.]