ἐπισφοδρύνω

English (LSJ)

make rigid, intensify, Plu.Cleom.10; corroborate, confirm, Phld.Sign.28.

German (Pape)

[Seite 988] streng machen, Plut. Cleom. 10.

French (Bailly abrégé)

rendre plus fort, renforcer.
Étymologie: ἐπί, σφοδρύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφοδρύνω: (ῡ) усиливать, укреплять (τὴν ἀρχήν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφοδρύνω: σφοδρύνω ἔτι μᾶλλον, Πλουτ. Κλεομέν. 10, Φιλόδημ. 1. σ. 36.

Greek Monolingual

ἐπισφοδρύνω (Α)
ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)].