ἐπιτακτήρ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 989] ῆρος, ὁ, der Befehlende, Xen. Cyr. 2, 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui commande.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτακτήρ: ῆρος ὁ отдающий приказания, приказывающий Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτακτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 2. 3, 4.
Greek Monolingual
ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) επιτάσσω
αυτός που δίνει εντολές («τοῖς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῖς προστάττειν ἐκπονεῖν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῖς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.).