ἐπιφερής

English (LSJ)

ἐπιφερές, prone, Hsch. s.v. πρωλύθιον.

Greek Monolingual

ἐπιφερής, -ές (Α)
πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα».