ἐπῆεν

French (Bailly abrégé)

v. ἔπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῆεν: эп. 3 л. sing. impf. к ἔπειμι I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπῆεν: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι (εἰμί, ὑπάρχω).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.1.

Greek Monotonic

ἐπῆεν: Επικ. γʹ ενικ. παρατ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).