ἐράνησις

English (LSJ)

v. ἐράνισις.

Greek Monolingual

ἐράνησις, ἡ (Α)
φρ. «ἐράνησις προβάτων» — το να τρέφει κάποιος πρόβατα, το να είναι βοσκός προβάτων.