ἐρίδωρος
English (LSJ)
ἐρίδωρον, rich in gifts, abundant, ὀπώρη Opp.C.3.504.
German (Pape)
[Seite 1028] gabenreich, θήρης – ὀπώρη, Opp. C. 3, 504.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδωρος: -ον, μεγαλόδωρος, ἄφθονος, ὀπώρη Ὀππ. Κυν. 3. 504.
Greek Monolingual
ἐρίδωρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + δώρον].