ἐρεβίνθινος

English (LSJ)

η, ον, = ἐρεβίνθειος, Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1022] dasselbe, Διόνυσος, sprichwörtlich, vom Unbedeutenden, Werthlosen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεβίνθινος: -η, -ον, = ἐρεβίνθειος, Ἡσύχ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐρεβίνθινος, -η, -ον) ερέβινθος
ο παρασκευασμένος από ρεβίθια, ο ρεβιθένιος.